προστιμωρεῖται

προστιμωρεῖται
προστιμωρέω
assist besides
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προστιμωρώ — έω, Α 1. βοηθώ επί πλέον 2. ενθαρρύνω, παρακινώ 3. μέσ. προστιμωροῡμαι έομαι (σχετικά με ασθένεια) συντελώ στην ανάπτυξη, υποβοηθώ («νοσήματι προστιμωρεῑται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τιμωρῶ «βοηθώ, συντρέχω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”